- συννεκροῦται
- συννεκρόωmake dead togetherpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννεκρώ — όω, ΜΑ [νεκρῶ] 1. νεκρώνω ταυτόχρονα 2. (το παθ.) συννεκροῡμαι, όομαι (κυριολ. και μτφ.) νεκρώνομαι μαζί, απονεκρώνομαι κι εγώ (α. «τα φύλλα συννεκρωθέντα», Ανών. β. «τῇ διανοίᾳ συννεκροῡται», Βέττ. Βάλ.) … Dictionary of Greek